ντροπιάζομαι

ντροπιάζομαι
ντροπιάζομαι, ντροπιάστηκα, ντροπιασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • εντρέπομαι — και (α)ντρέπομαι και ντρέπουμαι (AM ἐντρέπομαι, Α και ἐντρέπω, Μ και (ἀ)ντρέπομαι και ντρέπουμαι) 1. νιώθω ντροπή για τον εαυτό μου ή για λογαριασμό άλλου, συστέλλομαι, ντροπιάζομαι, καταντροπιάζομαι («ντρέπομαι να τόν δω» «ντρέπομαι για… …   Dictionary of Greek

  • ντροπιάζω — ντρόπιασα, ντροπιάστηκα, ντροπιασμένος 1. κάνω κάποιον να νιώσει ντροπή: Ντρόπιασε τους δικούς του με τις πράξεις του. 2. προσβάλλω: Τον ντρόπιασες μπροστά στους άλλους. 3. το μέσ., ντροπιάζομαι νιώθω ντροπή, ταπείνωση: Κι είν εδώ πέρα μια Αρετή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”